Διάδοχος του Κόκκαλη ο Μαρινάκης
12/06/2011Για τον ισχυρό άνδρα του Θρύλο, τόνισε πώς είναι η συνέχεια του ανυπέρβλητου και μοναδικού, Σωκράτη Κόκκαλη, παράλληλα παραδέχτηκε ότι θα παρακολουθήσει σχολές προπονητή στη συνέχεια μίλησε ξεχωριστά για ένα σωρό θέματα.
Μια εφ όλης της ύλης συνέντευξη του κορυφαίου Έλληνα τερματοφύλακα των τελευταίων 20 ετών, ο οποίος τίμησε το ελληνικό ποδόσφαιρο και το μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας για επτά ολόκληρα χρόνια.
Για το πού αποδίδει την επιτυχία του: «Η σύζυγός μου ήταν αθλήτρια και γνώριζε άριστα ότι έπρεπε να αφοσιωθώ σε αυτό που έκανα. Αυτή μεγάλωσε τα παιδιά μας, αυτή έδειξε υπομονή. Εγώ ήμουν αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο και την δουλειά μου. Το δεχόταν και το αναγνώριζε. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Άρα της οφείλω πολλά».
Για την πρώτη σκέψη να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο: «Την έκανα το 2008 και την μοιράστηκα με τη σύζυγό μου. Πάντα θέλω να ακούω μία ακόμη γνώμη. Το καλοκαίρι του 2010 αποφάσισα να σταματήσω, αλλά τελικά μεταπείστηκα, έμεινα έναν ακόμη χρόνο για να βοηθήσω την ομάδα. Δεν μετάνιωσα γιατί άλλαξα γνώμη κι έμεινα στον Ολυμπιακό. Το σκέφτηκα, καταλάβαινα ότι θα δεχόμουν κριτική επειδή είχα προαναγγείλει ότι θα σταματήσω. Είχα, όμως, και κίνητρο. Να σταματήσω ως πρωταθλητής γι αυτό κι έμεινα τελικά ακόμη έναν χρόνο».
Για την πρώτη χρονιά του Βαλβέρδε το 2008-09: «Πήραμε το κύπελλο σε έναν εκπληκτικό τελικό, είχα βάλει και το γκολ, αισθανόμουν ότι ήταν η ώρα να αποχωρήσω».
Για το ξεκίνημα της καριέρας του: «Το κίνητρο ήταν τότε να αγωνιστώ. Στον Παναθηναϊκό αυτό μου έδινε δύναμη. Ήθελα να υλοποιήσω το όνειρό μου να προσφέρω, να παίξω στην Εθνική. Δεν δέχτηκα ποτέ στο σκεπτικό μου ότι θα μείνω δεύτερος. Είχα πει στον εαυτό μου ότι στα 28 μου ότι αν δεν μπορέσω να καθιερωθώ θα ήταν καλύτερα να φύγω από τον Παναθηναϊκό. Στο Χαριλάου το 1989 πραγματοποίησα το ντεμπούτο μου. Δεν σκέφτεσαι πολύ όταν είσαι 19 ετών. Το πιο σημαντικό στην καριέρα μου ήταν τα δύο παιχνίδια με την Χάιντουκ. Ήταν το πρώτο Τσάμπιονς Λιγκ και έπρεπε να καταφέρω να βοηθήσω την ομάδα να περάσει στους ομίλους και να καλύψω το κενό του Γιόζεφ Βάντσικ ο οποίος ήταν τραυματίας. Είναι από μόνα τους διαφορετικά τα παιχνίδια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Χωρίς να το θέλεις, μόνο όταν βλέπεις την ποιότητα των αντιπάλων σου, βελτιώνεσαι κι επιθυμείς να κάνεις όσο μπορείς περισσότερα. Δίνεις το 110% για να νικήσεις, να δείξεις την αξία σου. Το τίμημα για μία καλύτερη πορεία στην Ευρώπη είναι η κόπωση. Δίνεις κάτι παραπάνω».
Για το πώς πήγε στον Ολυμπιακό: «Η αλήθεια είναι ότι από τον Μάιο και μετά υπήρχε το EURO 2004 με την Εθνική. Ήθελα απ´ την άλλη να διασφαλίσω την οικογένειά μου. Ήμουν στα 33 μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει το βάρος των υποχρεώσεών μου, διότι είχα την Εθνική και την τελική φάση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Την σκέψη για μεταγραφή την άφησα για αργότερα. Η δυσκολία ήταν η πρώτη μου ημέρα στο Ρέντη. Σαν ψάρι έξω από το νερό. Δεν γνώριζα που ήμουν. Όταν επί 15 χρόνια είναι ο μεγάλος σου αντίπαλος, δύσκολα κάνεις το βήμα. Ξαφνικά αλλάζεις, περνάς στο άλλο στρατόπεδο. Η αλήθεια είναι πως ήταν δύσκολη η συγκυρία. Η δεύτερη πιο δύσκολη ήταν το πρώτο παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκη και είχε να κάνει με τους πρώην συμπαίκτες μου. Μεγαλώσαμε με αυτά τα παιδιά στον ΠΑΟ».
Για τις πρώτες του μέρες στο λιμάνι: «Στον Ολυμπιακό, ο Τζόρτζεβιτς με βοήθησε να εγκλιματιστώ περισσότερο. Μιλάγαμε για διάφορα πράγματα που υπάρχουν στον Ολυμπιακό. Την πίεση. Αγαπάει πολύ τους παίκτες της ομάδας ο κόσμος, ίσως κάποια φορά όμως ξεφεύγει, αλλά ειλικρινά τον βλέπω με πολύ οικείο βλέμμα. Ο στόχος είναι η νίκη κάθε Κυριακή και πρακτικά δεν αλλάζει η πίεση σε σχέση με τον Παναθηναϊκό αφού οι επιδιώξεις είναι οι ίδιες. Αλλάζει ή ένταση της προσωποποιημένης πίεσης. Στον Ολυμπιακό για καθέναν είναι πιο προσωπικό το ζήτημα της πίεσης που ασκείται από τον κόσμο. Πάντως εμένα με βοήθησε η υπόθεση του 2004. Δεν είχα να αναπληρώσω ένα κενό αλλά έπρεπε να δημιουργήσω την δικιά μου ιστορία. Ήξερα πως αυτό που ήθελαν στον Ολυμπιακό, μία ηρεμία, μια σιγουριά, μια σταθερότητα, μπορούσα να το προσφέρω. Τους ενδιέφερε αυτό και ήξερα πως θα το καταφέρω. Νομίζω ότι σε επτά χρόνια κατάφερα να δικαιώσω την επιλογή τους».
Για το μέλλον της Εθνικής ομάδας: «Έχει σκαμπανεβάσματα η Εθνική. Μου άρεσε το παιχνίδι με την Κροατία. Αμύνθηκε σωστά. Με απογοήτευσε κόντρα στην Μάλτα. Δεν μου άρεσε στους δύο αγώνες. Ίσως να είναι και ο αντίπαλος για τον οποίο λες. δύσκολα-εύκολα θα νικήσω. Δεν μου άρεσε. Έχει τις δυνατότητες και τους παίκτες. Ο προπονητής είναι πολύ έμπειρος για να οδηγήσει την ομάδα. Η δυσκολία του Σάντος είναι ότι πρέπει σιγά-σιγά να φέρει τα νέα παιδιά στην ομάδα. Αποχώρησε ο Δέλλας και νωρίτερα οι άλλοι. Συνολικά το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα βρίσκεται σε στάδιο ανανέωσης. Ο Ρεχάγκελ βρήκε την ομάδα έτοιμη, έκτισε πάνω στον κορμό. Δεν έχει μεγάλες διαφορές το σκεπτικό ανάμεσα στους δύο τεχνικούς. Δεν έχουν τα παιδιά ακόμα αυτή την προσωπικότητα που είχαμε εμείς. Τα προηγούμενα παιδιά είχαν προσωπικότητα. Τώρα δημιουργείται ο χαρακτήρας της νέας Εθνικής και βρισκόμαστε σε μεταβατική περίοδο».
Για τον Ρεχάγκελ: «Μας έκανε ομάδα. Πέραν από το αγωνιστικό, πήρε έναν κορμό, πρόσθεσε κάποιους παίκτες, μας έκανε ομάδα. Είχαμε μία απειθαρχία εντός κι εκτός γηπέδου πριν απ´ αυτόν, εξαφάνισε αυτά τα κρούσματα. Ήταν η ικανότητά του; Ήταν ότι πήρε τους σωστούς παίκτες; Τον πιστέψαμε, μας πίστεψε και προχωρήσαμε. Παλαιότερα είχαμε τα συμπτώματα βάλε παίκτες του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού. Φτάσαμε κι εμείς να αμφισβητούμε πολλά πράγματα. Ο Ότο δεν άκουγε κανέναν γι' αυτό και πέτυχε! Θέλει χρόνια μέχρι τα νέα παιδιά να αποκτήσουν χαρακτήρα. Να παίξουνε με τις ομάδες τους και μετά να είναι το ίδιο καλοί στην εθνική. Δεν έχουμε τόσο μεγάλο πλήθος επιλογών. Τα παιδιά δεν έχουν κανένα βάρος ούτε υποχρέωση να σηκώσουν ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο τίτλο. Ο σκοπός τους είναι να βρίσκονται στις μεγάλες διοργανώσεις. Να εκμεταλλευτούν την θέση που έχουμε τώρα στη διεθνή κατάταξη, να κληρωνόμαστε με υποδεέστερες ομάδες ώστε να δίνουν το παρόν στα μεγάλα ραντεβού. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσεις αυτό που έγινε το 2004. Αντιμετωπίσαμε ομάδες όπως την παγκόσμια πρωταθλήτρια, την διοργανώτρια Πορτογαλία. Αποκλείσαμε ομάδες μεγάλες. Η τύχη λειτούργησε μία ή δύο φορές. Μπορεί να μην ήμασταν η καλύτερη ομάδα αλλά καταφέραμε να πετύχουμε. Ήμασταν η πιο πεινασμένη και παθιασμένη ομάδα. Υπάρχουν μεγάλες στιγμές με τους συλλόγους αλλά αυτή είναι αξεπέραστη».
Για τη μετά Euro 2004 εποχή: «Το νταμπλ του 2004-2005 ήταν η μεγάλη μου χρονιά. Δεν θέλω να κρύβομαι, ήταν η κορυφαία μου συλλογική στιγμή αυτό το νταμπλ με τον Ολυμπιακό. Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Να ξεπεράσεις την αμφισβήτηση. Το πρόβλημα δεν είναι να σε βρίζουν χιλιάδες, αλλά ένας ή δύο. Όταν μία μεγάλη κερκίδα σε βρίζει εν χορώ δεν το καταλαβαίνεις. Όταν δύο-τρεις το κάνουν σε άδειο γήπεδο σε τρυπάει, σε αποσυντονίζει. Αν έχανα την συγκέντρωσή μου δεν μπορούσα να παίξω. Αυτό ήταν το βασικό μου μέλημα, η αυτοσυγκέντρωση. Δεν γινόταν όμως να το ελέγξω αν με έβριζαν μεμονωμένα».
Για το αν ένιωσε ποτέ φόβο ως τερματοφύλακας: «Αν νιώσει φόβο ο τερματοφύλακας, είναι χαμένος. Σε τρομάζει η ομάδα. Με προβλημάτιζαν κάποιες φορές συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές οι οποίοι έπαιζαν για τον εαυτό τους. Δεν μαρκάρουν, δεν ξοδεύουν δυνάμεις. Με προβλημάτιζαν τέτοιες καταστάσεις. Στην Ευρώπη είναι τελείως διαφορετικά. Στην Ευρώπη νιώθεις την πίεση από τον κόσμο και ουδείς διανοείται να εξοικονομήσει δυνάμεις για την πάρτη του».
Για το αν μετάνιωσε που δεν πήρε μεταγραφή σε ομάδα του εξωτερικού: «Ήθελα να παίξω στο εξωτερικό. Έφτασα μία χρονιά, το 2000 ή το 2001, να έχω επίσημη πρόταση από ομάδα Β’ Εθνικής. Ήταν η Μπόλτον και με ήθελαν να παίξω για τα πλέι οφ. Μετά το EURO είχα προτάσεις. Όμως είχα υπογράψει για τον Ολυμπιακό και δεν θα άλλαζα την απόφασή μου».
Για το τι φταίει και το ελληνικό ποδόσφαιρο ταλανίζεται από την βία: «Βαρέθηκα την γκρίνια και την βία, πρέπει επιτέλους αυτό να αλλάξει. Η πολιτεία, η ομοσπονδία, οφείλουν να ασχοληθούν. Το θέμα είναι να θέσουν κανόνες σωστής συμπεριφοράς. Να θέσουν όρους, όπως κάνουν με τις αδειοδοτήσεις. Έχουμε ζήσει πάρα πολλά. Πάμε με το ...μήπως, μήπως αλλάξει κάτι και βρισκόμαστε στο έσχατο σημείο να μπει και να δείρει ο οποιοσδήποτε, οπουδήποτε. Πρέπει να σταματήσει αυτό. Και για να σταματήσει θα πρέπει να υπάρξει πρόληψη κι όχι καταστολή. Από το 2004 και μετά το Καραϊσκάκη είναι ένα ασφαλές γήπεδο. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι η οικογένειά μου κινδυνεύει. Είναι ένα σύγχρονο γήπεδο. Εκεί είναι το λάθος της πολιτείας. Πρέπει να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για σύγχρονα γήπεδα. Να το κάνουν για τον Παναθηναϊκό, τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ».
Για το ποιος τον βοήθησε περισσότερο: «Θα είμαι άδικος αν πω για κάποιον συγκεκριμένο ο οποίος με βοήθησε. Ακόμα και στην Αναγέννηση Άρτας όπου ήμουν 16 χρονών με αγκάλιασαν και με βοήθησαν. Δεν παίζεις αλλιώς. Δεν παίζεις μόνος σου. Όλοι έβαλαν ένα λιθαράκι στην δική μου καριέρα. Είμαι 40 ετών. Έχω δει ανθρώπους να κάνουν λάθη. Ο ποδοσφαιριστής που εκτελεί πέναλτι δεν με φόβισε ποτέ. Οι πιο εύκολοι για μένα είναι όσοι εκτελούν πέναλτι με φόρα. Πιο δύσκολοι ήσαν αυτοί που έπαιρναν μικρή φόρα».
Για το τι μένει χαραγμένο στο μυαλό του: «Σαν κορυφαία στιγμή της καριέρας μου είναι ο τελικός του EURO 2004. Πέρασαν πολλά χρόνια, ξεθωριάζουν οι μνήμες. Οι λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Οι αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ είναι οι αγώνες υψηλού επιπέδου. Αξίζει να είσαι εκεί, σκοτωνόμασταν να είμαστε εκεί κάθε χρόνο. Η γυναίκα μου με βοήθησε να προσγειωθώ μετά τον Ιούνιο του 2004. Μιλάμε πολύ ανταλλάσσουμε απόψεις. Πολλές φορές ήμουν επιθετικός, απότομος, λίγο στριφνός. Περισσότερο ήταν ένας μηχανισμός άμυνας. Έμοιαζα και ήμουν αντιδημοσιογραφικός, αλλά το έκανα για να αμυνθώ, ήμουν πάντα χαμηλών τόνων. Πήγαμε στην Αυστραλία κάποτε και ξαφνικά πέρασε μπροστά μας ένα παιδί στα 14 του. Ήταν ελληνικής καταγωγής κι αισθάνθηκε υπερήφανος. Μας κοιτούσε με δέος. Το επίτευγμά μας κι αυτό που πάντα θα θυμάμαι, είναι ότι κάναμε τα νέα παιδιά, εκτός Ελλάδας, να αισθανθούν υπερήφανα. Ενώσαμε τον κόσμο τότε. Όλος ο ελληνισμός βγήκε πιο δυνατός, πιο ενωμένος».
Για το αντίο του στη φιέστα με την Λάρισα: «Είναι κενό το μυαλό στα τελευταία βήματα. Το είχα ήδη πάρει απόφαση ότι θα φύγω από το ποδόσφαιρο. Δεν περίμενα τέτοια αντίδραση και από τον κόσμο και από τους συμπαίκτες. Με έκαναν να αισθανθώ ιδιαίτερα. Το ίδιο ήταν και με την Εθνική. Άφησα μία παρέα επτά ετών. Υπάρχουν νέα παιδιά που θα πάρουν την θέση μου. Όπως ο Σηφάκης και ο Τζόρβας θα πρέπει κάθε χρόνο να σταθεροποιούνται και να ανεβαίνουν ένα σκαλί την φορά. Υπάρχει και ο Κώστας Χαλκιάς και ο Στέφανος Κοτσώλης. Πέρασε από δύσκολες καταστάσεις ο Στέφανος. Του το χρώσταγαν να παίξει στην Εθνική. Είναι καλός τερματοφύλακας ίσως κάποιες επιλογές στην καριέρα του να τον κράτησαν πίσω. Έχει μία δεύτερη ευκαιρία για την καριέρα του. Θα πρέπει να την αρπάξει. Για τον Ολυμπιακό, με ρώτησαν ποιο θα ήταν το ιδανικό δίδυμο για μένα και είπα ότι ήταν ο Σηφάκης με τον Ούρκο Πάρντο. Είναι νέα παιδιά τα οποία θα έδεναν πολύ καλά».
Για τους Μαρινάκη και Κόκκαλη: «Για μένα ο Μαρινάκης είναι η συνέχεια του Κόκκαλη για τον Ολυμπιακό. Βρισκόταν κοντά σε όλους μας, ένας νέος άνθρωπος με ορμή και ενθουσιασμό. Ερχόταν πάντα στα εκτός έδρας. Το ίδιο έκανε και ο κύριος Κόκκαλης στην αρχή».
Για τα νέα παιδιά του Ολυμπιακού: «Έχουν πολύ ταλέντο ο Φετφατζίδης και ο Μήτρογλου. Σωστά πράττει ο Βαλβέρδε και τον χειρίζεται έτσι ώστε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα. Προσπαθεί να μην τον κάψει, διότι στην Ελλάδα μας αρέσει πολύ γρήγορα να τους ανεβάζουμε όλους και στο τέλος τους καίμε. Ο Κώστας δικαιούται μία δεύτερη ευκαιρία. Έδειξε στον Πανιώνιο ότι αξίζει. Αν κατανοήσει ότι στον Ολυμπιακό χρειάζονται κι άλλα πράγματα θα τα καταφέρει».
Για τον Βαλβέρδε: «Η φιλοσοφία του Βαλβέρδε και του Ολυμπιακού ταιριάζουν. Του αρέσει πολύ η επίθεση που είναι και λίγο ρίσκο. Με τον Βαλβέρδε, χαίρεσαι το παιχνίδι ακόμα και στην προπόνηση. Δεν είναι βαρετή η δουλειά μαζί του. Αν και οι άλλες ομάδες προσπαθούσαν να μπουν στον ρυθμό του Ολυμπιακού θα βλέπαμε καλύτερο ποδόσφαιρο, θα παρακολουθούσαμε πιο ωραίους αγώνες».
Για τον καλύτερο προπονητή στον κόσμο: «Πιστεύω ότι ένας μεγάλος δάσκαλος προπονητικά είναι ο Βενγκέρ. Δεν κρατάει ποτέ τους έμπειρους παίκτες και συνεχώς ανανεώνει την ομάδα παίζοντας γρήγορα και θεαματικά με πολλή κίνηση με ή χωρίς την μπάλα».
Για την τελευταία ενασχόληση του, την εκμάθηση της ισπανικής γλώσσας: «Στον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια ήρθαν πολύ ισπανόφωνοι. Ήθελα να μπορώ να μιλάω μαζί τους, να τους κάνω να αισθάνονται πιο άνετα. Μιλώντας τους συνέχεια και κάνοντας πλάκα... Οι Έλληνες κάναμε μεταξύ μας παρέα. Το ίδιο και οι ισπανόφωνοι. Ήθελα να βοηθήσω, να σπάσω λίγο τον πάγο».
Για την οικογένειά του: «Τα δύο αγόρια μου ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, η κόρη μου όχι. Το αγαπάω το άθλημα και θα μείνω όσο πιο κοντά γίνεται. Έχω κερδίσει πολλά, το υπηρέτησα από την πρώτη στιγμή και αυτό με δικαίωσε. Πιστεύω ότι θα μείνω. Ακόμα δεν το έχω αποφασίσει από ποιο ρόλο».
Για το τι έχει μεγαλύτερη σημασία στη ζωή και στο ποδόσφαιρο: «Τα πάντα είναι υπομονή κι επιμονή. Δεν απομακρύνομαι ποτέ από αυτό. Ακόμα και με την σκέψη μπορώ να πετύχω».
Για το τι λέει στη σύζυγό του τώρα: «Έχεις έναν χρόνο να με χορτάσεις. Από του χρόνου αρχίζω άλλη πορεία»!
www.thrylos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου