ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΑΥΞΟΜΕΙΩΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΑΣ

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Το αντίο ενός μεγάλου...ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ....

Το αντίο ενός μεγάλου...

Η 11η Φεβρουαρίου του 1985 είναι μία από τις δύσκολες ημέρες όχι μόνο του Παγκόσμιου, αλλά και του Ελληνικού ποδοσφαίρου, καθώς εκείνη την ημέρα πεθαίνει σε ηλικία 82 ετών ο Μάρτον Μπούκοβι. Ο άνθρωπος που αναγέννησε τον Ολυμπιακό στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, οδηγώντας τον Πειραϊκό σύλλογο στην κατάκτηση των δύο πρώτων επαγγελματικών πρωταθλημάτων της ιστορίας του. Το Sportaction ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής αυτού του μεγάλου ηγέτη, ο οποίος δεν δίστασε να καινοτομήσει, δημιουργώντας μία ολόκληρη σχολή.
 Τα  πρώτα του βήματα
Ο Μάρτον Μπούκοβι γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1903 και από την αρχή τον κέρδισε  ο αθλητισμός και συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο. Μπορεί στην καριέρα του  ως παίκτης να μην δημιούργησε  το όνομα θρύλος, ωστόσο η προπονητική  του καριέρα έμελλε να αφήσει το όνομά του ανεξίτηλα χαραγμένο στην ιστορία του Παγκόσμιου Ποδοσφαίρου. Η πρώτη του «οικογένεια» ήταν η Φερεντσβάρος, πριν μεταπηδήσει στην Σέτε, ενώ πρόλαβε να χριστεί διεθνής με τα χρώματα της εθνικής Ουγγαρίας.
Η αρχή της προπονητικής του καριέρας
Το 1935 ο Μάρτον Μπούκοβι αποφασίζει να ασχοληθεί με την προπονητική αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της Γκραντάνσκι  Ζάγκρεμπ, με την οποία κατέκτησε  δύο πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας και  δύο πρωταθλήματα Κροατίας. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η Γκραντάνσκι συγχωνεύθηκε με άλλες δύο ομάδες και από την κίνηση αυτή προέκυψε η γνωστή ως τις ημέρες μας, Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Το 1947 ο Μπούκοβι αποδέχθηκε την πρόταση της ΜΤΚ Βουδαπέστης. Το 1949, όταν η Ουγγαρία πέρασε σε κομμουνιστικό καθεστώς, η ΜΤΚ έγινε η επίσημη ομάδα της μυστικής Αστυνομίας και μετονομάστηκε σε ΣΤ Τεξτίλ. Ακολούθησαν άλλες δύο αλλαγές ονομασίας (Μπάστια και Βόρος Λομπογκό) πριν να επιστρέψει στην αρχική της ονομασία. Παρά τα γεγονότα, η δεκαετία του ‘50 ήταν επιτυχημένη για την ομάδα, που είχε στις τάξεις της μεγάλα ονόματα όπως αυτά των Πέτερ Παλοτάϊ, Νάντορ Χιντεγκούτι, Γιόζεφ Ζακαριάς και Μιχάλι Λάντος, τους οποίους ο Μπούκοβι οδήγησε σε τρία πρωταθλήματα Ουγγαρίας και ένα Κύπελλο.

The Mighty Magyars
Στις αρχές  της δεκαετίας του ’50 στο ευρωπαϊκό στερέωμα άρχισε να δημιουργείται μία από τις κορυφαίες εθνικές ομάδες όλων των εποχών. Η εθνική Ουγγαρίας, η οποία ευτύχησε εκείνη την εποχή να έχει τρείς κυριολεκτικά ριζοσπαστικούς προπονητές. Τον Μπέλα Γκούτμαν, ο οποίος πέρασε το 1967 ανεπιτυχώς από τον Παναθηναϊκό, παρ’ ότι ως τεχνικός είχε κατακτήσει τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Τον Γκούσταβ Σέμπες, ο οποίος πέτυχε τον τεράστιο θρίαμβο τον Νοέμβριο του 1953 στο Γουέμπλεϊ, υποχρεώνοντας την εντός έδρας αήττητη από το 1871 εθνική Αγγλίας σε βαριά ήττα με 6-3 (λίγους μήνες αργότερα την συνέτριψε εκ νέου με 7-1 αυτή τη φορά στην Βουδαπέστη). Και τον Μάρτον Μπούκοβι.
Το  νέο σύστημα που  άλλαξε το ποδόσφαιρο
Μπορεί ο Γκούτμαν να έχτισε τη μεγάλη Μπενφίκα του 1961-1962 και ο Σέμπες να έκανε θαύματα με την Εθνική Ουγγαρίας, αλλά ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε ουσιαστικά ένα νέο σύστημα που άφησε εποχή. Το 4-2-4. Ένα σύστημα με το οποίο έκανε θαύματα με την ΜΤΚ, αλλά και με την εθνική Ουγγαρίας από το 1956 όταν και διαδέχτηκε τον Σέμπες στον πάγκο. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μπούκοβι στην τεχνική ηγεσία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της χώρας του δεν είναι άλλη από την τεράστια νίκη με 0-1 επί της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα στο στάδιο «Λένιν». Ήταν η πρώτη φορά που η Σοβιετική Ένωση υπέστη εντός έδρας ήττα.
Οι  συγκυρίες που  τον οδήγησαν στην Ελλάδα
Υπάρχουν φορές που όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να συμβεί κάτι που μπορεί να αλλάξει την ιστορία. Κάπως έτσι συνωμότησαν «μυστικές δυνάμεις» αλλά και μυστικές υπηρεσίες για να καταλήξει το 1965 στον πάγκο του Ολυμπιακού ο μεγαλύτερος προπονητής που ήρθε στον Πειραϊκό σύλλογο. Ο Μάρτον Μπούκοβι. Η εξέγερση του 1956 και η επέμβαση των Σοβιετικών τανκ ουσιαστικά έβαλαν τέλος στη μεγάλη σχολή της Ουγγαρίας. Παίκτες και προπονητές προσπάθησαν με κάθε τρόπο να φύγουν από τη χώρα, με τις Χόνβεντ και ΜΤΚ να ξεκινούν ευρωπαϊκές περιοδείες για απομακρυνθούν από τις συγκρούσεις. Την ίδια ώρα ο Φέρεντς Πούσκας μετακόμισε στην Ρεάλ Μαδρίτης, ο Σάντορ Κότσις μεταπήδησε στην Μπαρτσελόνα, ενώ και αρκετοί προπονητές αναζήτησαν μία καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Οι φήμες της εποχής λένε ότι τον Μπούκοβι τον έστειλε στον Ολυμπιακό ένα εξέχον στέλεχος του Κομουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας και η επαφή έγινε με αφορμή έναν αγώνα με τη Φερεντσβάρος. Όπως λέγεται μάλιστα, ο γενικός αρχηγός της ομάδας τότε, Άρης Χρυσαφόπουλος συνάντησε στο ξενοδοχείο έναν γνωστό του από το Νταχάου, όπου είχε φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο γνωστός του αυτός, είχε ανέβει πολύ ψηλά στην ιεραρχία του Κ.Κ. και ο Έλληνας παράγοντας, έμπορος στο επάγγελμα και δεξί χέρι του κ. Ευγενίδη και αργότερα του Ωνάση δεν έχασε την ευκαιρία. «Τι καλό έχεις για μένα;» φέρεται να του είπε. Η απάντηση ήρθε λίγο καιρό αργότερα, όταν οι Μπούκοβι και Γιούτσος έπαιρναν το δρόμο για την Ελλάδα.  
Το  πρώτο πρωτάθλημα
Η πρώτη χρονιά του Μάρτον Μπούκοβι στον Ολυμπιακό (περίοδος 1965-66) συνδυάζεται και με την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος  των ερυθρολεύκων μετά την σύσταση  της Α’ Εθνικής Κατηγορίας (1959). Ένας τίτλος που δεν ήρθε εύκολα, αφού τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος όλα ήταν ρευστά, με τον Παναθηναϊκό να ακολουθεί κατά πόδας. Το παιχνίδι που έκρινε την ιστορία ήταν αυτό της 28ης αγωνιστικής κόντρα στον Πανσερραϊκό. Ο Σιδέρης άνοιξε το σκορ αρκετά νωρίς, αλλά ο Μπιτζίδης ισοφάρισε στο 19’ και το παιχνίδι παρέμεινε ισόπαλο μέχρι το τελευταίο λεπτό, με αποτέλεσμα η απώλεια του πρωταθλήματος να είναι πλέον ορατή. Τελικά την ύστατη στιγμή τη λύση έδωσε ο Νίκος Γιούτσος, με τον κόσμο του Ολυμπιακού να εισβάλει στο γήπεδο για να πανηγυρίσει τη νίκη-τίτλο. Στις υπόλοιπες δύο αγωνιστικές ο Πειραϊκός σύλλογος συνέτριψε τα Τρίκαλα με 5-0 και τον Απόλλων Αθηνών με 3-0 για να κατακτήσει το πρώτο του επαγγελματικό πρωτάθλημα με απολογισμό 23 νίκες, 4 ισοπαλίες, 3 ήττες και τέρματα 67 υπέρ και 18 κατά.
Δεύτερος  τίτλος και η αρχή του τέλους
Η περίοδος 1966-67 ξεκινά με τον καλύτερο τρόπο για τους πρωταθλητές, οι οποίοι με 11 σερί νίκες φαντάζουν άτρωτοι, έχοντας κερδίσει μάλιστα τον Παναθηναϊκό με 1-0 μέσα στη Λεωφόρο με γκολ του Νίκου Γιούτσου. Ο Ολυμπιακός αποκτά τεράστιο βαθμολογικό αέρα και το Φεβρουάριο του 1967 ταπεινώνει τον «αιώνιο αντίπαλο» στο Στάδιο Καραϊσκάκη με 4-0. Ο Ούγγρος προπονητής θεοποιείται, γίνεται τραγούδι και ύμνος για τους οπαδούς της ομάδας. Οι ερυθρόλευκοι φτάνουν στην κατάκτηση ενός ακόμα πρωταθλήματος με απολογισμό 21 νίκες, 7 ισοπαλίες, 2 ήττες και τέρματα 59 υπέρ και 17 κατά, αλλά στο μεταξύ τα πρώτα μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από τον Πειραιά. Ο τεχνικός του Ολυμπιακού μαζί με το δεξί του χέρι, τον Λάντος, αρνούνται να αναχωρήσουν μαζί με την υπόλοιπη αποστολή για ΗΠΑ και Καναδά, όπου θα περιόδευαν, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για μια σειρά γεγονότων στην ομάδα (μεταγραφικές κινήσεις δίχως την έγκρισή του, παρεμβάσεις στον καταρτισμό ενδεκάδας και τις αλλαγές κλπ).
Το  οριστικό αντίο
Τα προβλήματα με τη διοίκηση δεν ήταν πάντως αυτά που έδιωξαν τον Μάρτον Μπούκοβι από τον Ολυμπιακό. Οι πολιτικές  εξελίξεις στην Ελλάδα και η εποχή  της δικτατορίας των συνταγματαρχών υποχρεώνει τον Ούγγρο να αναχωρήσει εσπευσμένα. Εξαιτίας της ανατολικής καταγωγής του, αλλά  και των κομουνιστικών πιστεύω του, αποτέλεσε πρώτης τάξεως στόχος για την χούντα, η οποία μόλις τρείς μήνες μετά θα διώξει κακήν κακώς τον Μπούκοβι (και τον βοηθό του Μιχάλι Λάντος), με ένα ολόκληρο λαό να τον ικετεύει να μείνει και τον ίδιο να αποχωρεί δακρυσμένο.
«Πατέρα! Μην φεύγεις!»
Τα όσα εκτυλίχτηκαν εκείνο το βράδυ της φυγής αποτυπώνονται  με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο  στο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι»:
«Ήτανε όλοι εκεί... Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα, τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.
Από τη λέσχη  του Σταύρου ήρθε ο έβδομος  αδερφός του, ο Λουκάς , που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που 'παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τα αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί.
Απ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο  Θοδωρής, που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος , ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί...
Απ των "Κυνηγών" ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός  του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί...
Ήρθανε απ του  Τσέχα, του Μπαθρέλου και του  Τσαπατσάρη, Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο  Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα . Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.
Την άλλη μέρα έγραψε και το "Φως" τι έγινε εκεί : Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ το ξενοδοχείο της Καστέλλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε :
- Πατέρα ! Μη  φεύγεις !
Πως , όταν βγήκε  ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:
- Πατέρα ! Μη  Φεύγεις, Πατέρα μη ! Μη φεύγεις  !
Έγραψε για  τις φωτιές που ανάψανε μετά τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους, τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο. Έγραψε μερικά το "Φως"... Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε !...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου